ἀκοπίαστα

ἀκοπίαστα
ἀκοπίαστος
not wearying
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμοχθεί — ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) [ἄμοχθος] δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα …   Dictionary of Greek

  • απόνητος — ἀπόνητος, ον (Α) 1. ο δίχως κόπο και μόχθο 2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει 3. επίρρ. απονητί ακοπίαστα …   Dictionary of Greek

  • ακοπίαστος — ακοπίαστος, η, ο και ακόπιαστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αποφεύγει τον κόπο, ο φυγόπονος: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος ακοπίαστος. 2. αυτός που κερδίζεται χωρίς κόπο: Κερδίζει ακόπιαστα το ψωμί του. 3. αυτός που δεν καταβάλλεται από τον κόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”